- κατακυλίω
- (Α κατακυλίω)κυλώ κάτι προς τα κάτω, κατρακυλώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + κυλίω «κυλώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατακυλίνδω — (Α) κατακυλίω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κυλίνδω «κυλάω»] … Dictionary of Greek
κατακυλινδώ — κατακυλινδῶ, έω (AM) κατακυλίω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κυλινδῶ «κυλώ»] … Dictionary of Greek
κατακυλιστικός — κατακυλιστικός, ή, όν (Α) [κατακυλίω] κυκλικός … Dictionary of Greek
κατακυλιστός — κατακυλιστός, ή, όν (Μ) [κατακυλίω] 1. κυκλικός («ἡ Γαλιλαίη κατακυλιστὴ τῇ Ἑλλάδι γλώττῃ ἑρμηνεύεται, διὸ καὶ Γελγὲ ὁ τροχὸς ὀνομάζεται» (Σευήρ. Αντ.) 2. αυτός που ρέπει προς ηθική κατάπτωση … Dictionary of Greek
κατακύλιση — η το κατρακύλισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατακυλίω. Η λ., στον λόγιο τ. κατακύλισις, μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
κατακύλισμα — το [κατακυλίω] το κατρακύλισμα … Dictionary of Greek